Καμβύσης

Καμβύσης
Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαίας Περσίας. 1. Ηγεμόνας των Περσών (7ος αι. π.Χ.). Υπήρξε ηγεμόνας της περσικής επαρχίας Ανσάν, που είχε πρωτεύουσα τα Σούσα. Ήταν πατέρας του Κύρου Β’, τον οποίο απέκτησε από τη Μανδάνη, κόρη του βασιλιά των Μήδων, Αστυάγη. 2. Βασιλιάς των Μήδων και των Περσών (6ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Κύρου A’, ο οποίος πεθαίνοντας παρέδωσε το στέμμα στον Κ., ενώ στον νεότερο γιο του, Σμέρδι, παραχώρησε τη σατραπεία ορισμένων επαρχιών. Ο Κ. είχε σύζυγο την αδελφή του, Άτοσσα, και αργότερα την άλλη του αδελφή, Ρωξάνη. Το 529 π.Χ. ανεβαίνοντας στον θρόνο διέταξε τη δολοφονία του αδελφού του, Σμέρδι, αλλά κράτησε τον φόνο μυστικό από την αυλή. Στη συνέχεια πραγματοποίησε εκστρατεία κατά της Αιγύπτου με την πρόφαση ότι ο βασιλιάς της, Άμασις, του έστειλε σύζυγο όχι την κόρη του αλλά την κόρη του προκατόχου του, αφού προηγουμένως την ατίμασε. Νίκησε τους Αιγυπτίους, κατέστρεψε τους ναούς τους, έσφαξε τους ιερείς και σκότωσε τον φαραώ. Προσπάθησε να προελάσει και στην Αιθιοπία, αλλά απέτυχε. Παρέμεινε στην Αίγυπτο και ζούσε ως φαραώ με τα ήθη και τα έθιμα των Αιγυπτίων. Όταν επέστρεψε στην Περσία, πληροφορήθηκε ότι ο αδελφός του είχε ανακηρυχθεί βασιλιάς. Αρχικά θεώρησε ότι ο δήμιος τον είχε εξαπατήσει, αλλά ο αδελφός του, Πατζήθις, τον πληροφόρησε ότι ο σφετεριστής του θρόνου ήταν κάποιος απατεώνας, ο Γαυμάτας, που είχε εκπληκτική ομοιότητα με τον Σμέρδι. Ο Κ. αποφάσισε να επιτεθεί στον Γαυμάτα, αλλά πέθανε πριν ολοκληρώσει το σχέδιό του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Καμβύσης — masc acc pl (attic epic doric) Καμβύσης masc nom/voc pl (doric aeolic) Καμβύσης masc nom sg Καμβύσης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καμβύσης, Νίκος — (Βουνάριο Μεσσηνίας 1919 –). Δάσκαλος και ποιητής. Σπούδασε στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία. Σταδιοδρόμησε ως δάσκαλος σε σχολεία της επαρχίας και των Αθηνών, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με την ποίηση, ιδιαίτερα τη θρησκευτική. Άρχισε να γράφει… …   Dictionary of Greek

  • Καμβύση — Καμβύσης masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Καμβύσης masc acc sg (attic epic doric) Καμβύσης masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καμβύσεα — Καμβύσης masc acc sg (epic ionic) Καμβύσης masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καμβύσην — Καμβύσης masc acc sg Καμβύσης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καμβύσαις — Καμβύσης masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καμβύσου — Καμβύσης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καμβύσῃ — Καμβύσης masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σμέρδις — Γιος του Κύρου και νεώτερος αδελφός του Καμβύση. Όταν ο Καμβύσης βρισκόταν στην Αίγυπτο μαζί με το Σ., αποφάσισε να στείλει τον αδελφό του πίσω στην Περσία. Οταν ο Σ. έφυγε για την Περσία, ο Καμβύσης είδε στον ύπνο του ότι ήρθε ένας αγγελιοφόρος… …   Dictionary of Greek

  • Εκβάτανα — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πρωτεύουσα της Μηδίας, η οποία ήταν χτισμένη στους πρόποδες του Ελβέντ, στο τέλος της μεγάλης στρατιωτικής οδού που περνούσε από την οροσειρά του Ζάγρου. Ήταν τόπος διαμονής και πρωτεύουσα των Μήδων βασιλιάδων, έως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”